- ἐνώδιον
- ἐνώδιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενώδιον — ἐνῴδιον, το (Α) βλ. ενώτιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἐνώδιον, που μαρτυρείται σε αττ. επιγρ., είναι υποκοριστικό και προήλθε πιθ. από τ. *ἐνοΐδιον (με επίδραση τού ω από τον τ. ώτα πρβλ. ους) < *ενο(υσ) ίδιον. Κατ άλλη άποψη, ο τ. αποτελεί προϊόν… … Dictionary of Greek
ἐνῴδιον — ἐν οἰδάω swell imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ἐν οἰδάω swell imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) ἐν οἰδέω swell imperf ind act 3rd pl (doric) ἐν οἰδέω swell imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνώδια — ἐνώδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)